πρόστυπος

πρόστυπος
-η, -ο / πρόστυπος, -ον, ΝΑ [τύπος]
1. αυτός που έχει ανάγλυφη επιφάνεια στην οποία οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από το βάθος
2. φρ. «πρόστυπη διακόσμηση» — είδος ανάγλυφης διακόσμησης τής οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την χαραγμένη επιφάνεια και τής οποίας χαρακτηριστικά δείγματα είναι οι λίθινες ταφικές στήλες που ανακαλύφθηκαν στους ταφικούς κύκλους τών Μυκηνών
αρχ.
1. ο προστυπής*
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ πρόστυποι
προσωνυμία τών Χερουβείμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόστυπος — η, ο ο ελαφρά ανάγλυφος (αντίθ. έκτυπος): Πρόστυπος χαλκογραφικός πίνακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστύπως — πρόστυπος executed in low relief adverbial πρόστυπος executed in low relief masc/fem acc pl (doric) προστυπόω mould to the shape of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστύπου — πρόστυπος executed in low relief masc/fem/neut gen sg προστυπόω mould to the shape of pres imperat act 2nd sg προστυπόω mould to the shape of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστύπων — πρόστυπος executed in low relief masc/fem/neut gen pl προστυπόω mould to the shape of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προστυπόω mould to the shape of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόστυπα — πρόστυπος executed in low relief neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόστυποι — πρόστυπος executed in low relief masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστυπώ — όω, Α [πρόστυπος] προσκολλώ ή προσαρμόζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο έτσι ώστε να λάβει ορισμένο σχήμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”