- πρόστυπος
- -η, -ο / πρόστυπος, -ον, ΝΑ [τύπος]1. αυτός που έχει ανάγλυφη επιφάνεια στην οποία οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από το βάθος2. φρ. «πρόστυπη διακόσμηση» — είδος ανάγλυφης διακόσμησης τής οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την χαραγμένη επιφάνεια και τής οποίας χαρακτηριστικά δείγματα είναι οι λίθινες ταφικές στήλες που ανακαλύφθηκαν στους ταφικούς κύκλους τών Μυκηνώναρχ.1. ο προστυπής*2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ πρόστυποιπροσωνυμία τών Χερουβείμ.
Dictionary of Greek. 2013.